τραυματιοφορέας

τραυματιοφορέας
ο
στρατιώτης ή υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας εκπαιδευμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών και στη μεταφορά τραυματιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραυματιοφορέας — ο, Ν (ιατρ. στρ.) στρατιώτης τού υγειονομικού σώματος ή υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας εκπαιδευμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών και στη διακομιδή τών τραυματιών στο πλησιέστερο χειρουργείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυματίας + φορέας] …   Dictionary of Greek

  • τραυματιοφόρος — ο, Ν τραυματιοφορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυματίας + φόρος* (<φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”